- φώραση
- ηη ανίχνευση, με ειδική συσκευή, των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φώραση — η, Ν (ραδιοηλεκτρ.) α) διεργασία διαπίστωσης τής παρουσίας ή μεταβολής ταλαντώσεων ή κυμάτων, προκειμένου να εξαχθεί το πληροφοριακό περιεχόμενο που μπορούν να μεταφέρουν β) (παλαιότερα) η αποδιαμόρφωση, δηλαδή η διαδικασία διαχωρισμού ενός… … Dictionary of Greek
φωράσῃ — φωρά̱σῃ , φωράω search after a thief aor subj mid 2nd sg (attic) φωρά̱σῃ , φωράω search after a thief aor subj act 3rd sg (attic) φωρά̱σῃ , φωράω search after a thief aor subj mid 2nd sg (doric aeolic) φωρά̱σῃ , φωράω search after a thief aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… … Dictionary of Greek